- ακιδοφόρος
- ακιδοφόρος, -α, -ο και ακιδωτός, -ή, -όαυτός που έχει ακίδες, ο μυτερός: Ορισμένα φυτά έχουν φύλλα ακιδωτά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακιδοφόρος — ο αυτός που έχει ακίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακίς ίδος + φόρος < φέρω] … Dictionary of Greek
ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και … Dictionary of Greek